χοιράφιος

From LSJ
Revision as of 10:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιράφιος Medium diacritics: χοιράφιος Low diacritics: χοιράφιος Capitals: ΧΟΙΡΑΦΙΟΣ
Transliteration A: choiráphios Transliteration B: choiraphios Transliteration C: choirafios Beta Code: xoira/fios

English (LSJ)

ὁ,    A farrow, PFlor.148.4,7 (iii A. D.).

Greek Monolingual

ὁ, και χοιράφιον, τὸ, Α
1. (το αρσ.) αυλάκι
2. (το ουδ.) χοιρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + υποκορ. κατάλ. -άφιον (πρβλ. θηρ-άφιον). Για τη σημασία της λ. «αυλάκι» πρβλ. πιθ. και τα λατ. porca «κομμάτι γης μεταξύ τών αυλακιών»: porcus «χοίρος»].