χρησμοποιός

From LSJ
Revision as of 10:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμοποιός Medium diacritics: χρησμοποιός Low diacritics: χρησμοποιός Capitals: ΧΡΗΣΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: chrēsmopoiós Transliteration B: chrēsmopoios Transliteration C: chrismopoios Beta Code: xrhsmopoio/s

English (LSJ)

όν,    A making oracles in verse, Luc.Alex. 23.

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel in Verse fassend, Luc. Alex. 23.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμοποιός: -όν, ὁ στιχουργῶν χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui compose des oracles (en vers).
Étymologie: χρησμός, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που γράφει χρησμούς σε στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -ποιός].

Greek Monotonic

χρησμοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χρησμοποιός: ὁ перелагатель оракулов в стихи (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.).

Middle Liddell

χρησμο-ποιός, όν ποιέω
making oracles in verse, Luc.