ψευδόπλουτος
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
ον, A feigned to be rich, Sch.Ar.V.457.
German (Pape)
[Seite 1395] vorgeblich reich, Schol. Ar. Vesp. 451 Ach. 823.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδόπλουτος: -ον, ὁ προσποιούμενος τὸν πλούσιον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 823.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που παριστάνει τον πλούσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + πλοῦτος, πρβλ. νεό-πλουτος].