Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
Full diacritics: χρωμᾰτουργός | Medium diacritics: χρωματουργός | Low diacritics: χρωματουργός | Capitals: ΧΡΩΜΑΤΟΥΡΓΟΣ |
Transliteration A: chrōmatourgós | Transliteration B: chrōmatourgos | Transliteration C: chromatourgos | Beta Code: xrwmatourgo/s |
ὁ, A dyer, Rhetor. ib.8(4).137.
ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνίτης ή βιομήχανος που παρασκευάζει χρώματα, βαφές
αρχ.
αυτός που χρωματίζει κάτι, βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. θαυματ-ουργός].