ἀκροάζομαι

From LSJ
Revision as of 11:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροάζομαι Medium diacritics: ἀκροάζομαι Low diacritics: ακροάζομαι Capitals: ΑΚΡΟΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: akroázomai Transliteration B: akroazomai Transliteration C: akroazomai Beta Code: a)kroa/zomai

English (LSJ)

   A = ἀκροάομαι, Epich.109, f.l. in Men.150.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροάζομαι: ἀκροάομαι, Ἐπίχ. 75. Ahr., Μένανδ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 2· διωρθώθη νῦν εἰς ἠκροάσατο, ἀντὶ ἠκροάζετο. Ἴδε Μεϊνεκίου Ἀποσπ. Κωμ. τόμ. Β, σ. 898, μικρ. ἔκδ.

Spanish (DGE)

escuchar c. gen. de cosa κρεγμῶν Epich.108
c. gen. pers. Men. en Sud.s.u. Κωρυκαῖος.

Greek Monolingual

ἀκροάζομαι)
νεοελλ.
1. (για γιατρούς) ακούω με το αφτί ή με τη βοήθεια στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην καρδιά, στους πνεύμονες κ.λπ.
2. ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι
αρχ.
ἀκροῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ρ. ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροάσιμος].

Russian (Dvoretsky)

ἀκροάζομαι: Men. = ἀκροάομαι.