ἀληθινόπινος

From LSJ
Revision as of 11:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀληθινόπινος Medium diacritics: ἀληθινόπινος Low diacritics: αληθινόπινος Capitals: ΑΛΗΘΙΝΟΠΙΝΟΣ
Transliteration A: alēthinópinos Transliteration B: alēthinopinos Transliteration C: alithinopinos Beta Code: a)lhqino/pinos

English (LSJ)

(-πειν- Pap.), ον,    A with genuine patina, ἐνώτια CPR 22.6 (ii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. -πεινος
que es de perlas auténticas ἐνυδίων (l. ἐνωτ-) χρυσίων ἀληθινοπείνων ζεῦγος un par de pendientes de oro con perlas auténticas, PFam.Teb.21.19, cf. Stud.Pal.20.7.6 (ambos II d.C.).

Greek Monolingual

ἀληθινόπινος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος, που αποτελείται από πραγματικά μαργαριτάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθινὸς + πίνη «είδος οστρακόδερμου, μαργαριτάρι»].