ἀμμόχρυσος

From LSJ
Revision as of 12:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμμόχρῡσος Medium diacritics: ἀμμόχρυσος Low diacritics: αμμόχρυσος Capitals: ΑΜΜΟΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: ammóchrysos Transliteration B: ammochrysos Transliteration C: ammochrysos Beta Code: a)mmo/xrusos

English (LSJ)

ὁ, gem resembling    A sand veined with gold, Plin.HN37.188.

German (Pape)

[Seite 126] ὁ (Sandgold), ein Edelstein, Plin. 27, 1 l.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμόχρῡσος: ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου παρεμφεροῦς ὄγκῳ ἄμμου μετὰ χρυσῶν φλεβῶν, Πλίν. 27. 11.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ gema que parece veteada de oro Plin.HN 37.188, Isid.Etym.16.15.5.

Greek Monolingual

ἀμμόχρυσος, ο (Α)
όρος, τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει κατά πάσαν πιθανότητα κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα ποικιλία μαρμαρυγίας. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν επίσης για αμμόχρυσο. Από τότε δεν αναφέρεται πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + χρυσός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμμόχρῡσος: ὁ аммохрис (предполож. род золотистого песчаника) Plut.