ἀμυγδαλόεις
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
εσσα, εν, A like an almond, Nic.Th.891.
German (Pape)
[Seite 130] dass., πιστάκια Nic. Th. 891.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυγδᾰλόεις: εσσα, εν, = ἀμυγδάλεος, Νικ. Θ. 891.
Spanish (DGE)
(ἀμυγδᾰλόεις) -εσσα, -εν
como una almendra, almendrado πιστάκια Nic.Th.891.
Greek Monolingual
ἀμυγδαλόεις, -εσσα, -εν (Α) ἀμυγδάλη
καμωμένος από αμύγδαλα, αμυγδαλάτος.