ἀμυγδάλεος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
α, ον, v.l. for ἀμυγδαλόεις in Nic.Th.891 (ap. Ath. 14.649d).
German (Pape)
[Seite 130] vom Mandelbaum, ἀκρεμόνες Ath. XIV, 649 d aus Nic., vgl. ἀμυγδαλόεις; ἀμυγδαλέος ist ein falscher Accent.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυγδάλεος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἀμύγδαλα ἢ εἰς ἀμυγδαλῆν ἢ ὁ κατεσκευασμένος ἐξ αὐτῶν, ἄλλη γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀμυγδαλόεις ἐν Νικ. Θ. 891 (παρ’ Ἀθην. 649D).