ἀμβλώσιμος

From LSJ
Revision as of 12:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλώσιμος Medium diacritics: ἀμβλώσιμος Low diacritics: αμβλώσιμος Capitals: ΑΜΒΛΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: amblṓsimos Transliteration B: amblōsimos Transliteration C: amvlosimos Beta Code: a)mblw/simos

English (LSJ)

ον,    A belonging to abortion, Max.275.

German (Pape)

[Seite 118] zur Fehlgeburt gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλώσιμος: -ον, ὁ εἰς ἐξάμβλωσιν, εἰς ἀποβολὴν ἀνήκων, Μανέθ. 4. 413, Μάξιμ. π. κατ. 275.

Spanish (DGE)

-ον propicio al aborto ἦμαρ Max.275.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμβλώσιμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που υπόκειται σε άμβλωση, που μπορεί να υποστεί άμβλωση
αρχ.
αυτός που έχει σχέση με άμβλωση ή αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβλωσις + παραγ. κατάλ. -ιμος].