ἀναπληρωτέον
From LSJ
English (LSJ)
A one must fill up, supply, Plu.Cim.2, Gp.9.11.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπληρωτέον: ῥηματ. ἐπιθ., πρέπει τις ν’ ἀναπληρώσῃ, Πλουτ. Κίμ. 2.
Spanish (DGE)
hay que llenar τοὺς ... διακένους τόπους Gp.9.11.3
•fig. satisfacer τὴν ἀλήθειαν Plu.Cim.2.
Greek Monotonic
ἀναπληρωτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρεπει κάποιος να αναπληρώσει, σε Πλούτ.