ἀνθυποχώρησις
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
εως, ἡ, A retiring in turn, εἰς τὸ ἐκτός Plu.2.903d.
German (Pape)
[Seite 236] ἡ, gegenseitiges Zurückweichen, Plut. plac. phil. 4, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυποχώρησις: -εως, ἡ, ἡ ἀμοιβαία ὑποχώρησις, τῇ εἰς τὸ ἐντὸς ἀνθυποχωρήσει Πλούτ. 2. 903D.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de retirarse a su vezεἰς τὸ ἐντός Plu.2.903d.
Greek Monolingual
ἀνθυποχώρησις, η (Α)
αμοιβαία υποχώρηση.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυποχώρησις: εως ἡ обратное движение, возвращение (εἰς τὸ ἐντός Plut.).