ἀντίχορδος
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
English (LSJ)
ον, A concordant, Hsch.: but, II metaph., in reply or opposition to, τοῖς πεφιλοσοφημένοις Plu.2.663f.
German (Pape)
[Seite 264] (χορδή), 1) entgegengestimmt, entgegengesetzt, Plut. Qu. Sat. 4, 1. – 2) gleichtönend?
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίχορδος: -ον, ὁ μὴ συμφωνῶν κατὰ τὸν ἦχον, ἀντίθετος, ἐναντίος, καὶ ταῦτα μὲν ὡς ἀντίχορδα κείσθω τοῖς ὑπὸ σοῦ πεφιλοσοφημένοις Πλούτ. 2. 663Ε· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. δίδει ἐναντίαν ἑρμηνείαν: «ἀντίχορδα· σύγχορδα· ἰσόχορδα».
Spanish (DGE)
-ον
1 discordante ταῦτα μέν ὡς ἀντίχορδα κείσθω τοῖς ὑπὸ σοῦ πεφιλοσοφημένοις Plu.2.663f.
2 concordante Hsch.
Greek Monolingual
ἀντίχορδος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν συμφωνεί με κάποιον άλλο, ο αντίθετος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίχορδος: досл. звучащий противоположно, перен. прямо противоположный (τοῖς ὑπό τινος πεφιλοσοφημένοις Plut.).