ἀνοχλησία
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
ἡ, A = ἀοχλησία, Luc.Am.27, D.L.2.87, Gal.6.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοχλησία: ἡ, = ἀοχλησία, ἀμφίβ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 87.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ sosiego, tranquilidad Gal.6.18.
Greek Monolingual
ἀνοχλησία, η (Α)
το να μην ενοχλείται κάποιος από κάτι, η αταραξία.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοχλησία: ἡ Diog. L. = ἀοχλησία.