ἀντοφείλω

Revision as of 14:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A owe a good turn, to be indebted, Th.2.40.

German (Pape)

[Seite 265] dagegen, dafür schuldig sein, χάριν Thuc. 2, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντοφείλω: ὀφείλω χάριν, ὁ δ’ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ’ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων, εἰξεύρων ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν οὐχὶ πρὸς χάριν, διὰ νὰ τῷ χρεωστῆται χάρις, ἀλλὰ πρὸς ἀπότισιν χρέους, Θουκ. 2. 40.

French (Bailly abrégé)

devoir à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, ὀφείλω.

Spanish (DGE)

deber un favor ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος Th.2.40.

Greek Monolingual

ἀντοφείλω (Α)
χρωστώ χάρη ή ευεργεσία
(«ὁ δ' ἀντοφείλων ἀμβλύτερος» — αυτός όμως που χρωστάει χάρη σε άλλον δεν είναι πολύ πρόθυμος στην ανταπόδοση της οφειλής του, Θουκυδ.).

Greek Monotonic

ἀντοφείλω: μέλ. -ήσω, χρωστώ σε κάποιον αντι-χάρη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντοφείλω: быть со своей стороны в долгу Thuc.

Middle Liddell

to owe one a good turn, Thuc.