ἀποκαύλισις
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
εως, ἡ, A breaking off by the stalk: snapping, πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.
German (Pape)
[Seite 306] ἡ, das Abbrechen des Stengels, das Durchbrechen, πηδαλίων Luc. de merc. cond. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, ἡ ἀποκοπὴ τοῦ καυλοῦ, τοῦ στελέχους, ἀποκοπὴ κατὰ τὸ μέσον, ἀπόσπασις, πηδαλίων Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de briser net comme à la tige.
Étymologie: ἀποκαυλίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ rotura πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.
Greek Monotonic
ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, αποκοπή στελέχους, σμίκρυνση, απόσπαση, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκαύλισις: εως ἡ отламывание, поломка (πηδαλίων Luc.).
Middle Liddell
[from ἀποκαυλίζω
a breaking short off, snapping, Luc.