ἀποκρυφή
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ἡ, A hiding-place, LXXJb. 22.14, al.
German (Pape)
[Seite 309] ἡ, Verborgenheit, Schlupfwinkel, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρῠφή: ἡ, μέρος διὰ κρύψιμον, κρυπτήριον, Ἑβδ. (Ἰὼβ. κβ΄, 14 κ. ἀλλ.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 escondrijo νέφη ἀποκρυφὴ αὐτοῦ las nubes son su escondrijo LXX Ib.22.14, cf. 2Re.22.12, Aq.Ps.31.7.
2 ocultación Ἄρειος δὲ σάρκα μόνην πρὸς ἀποκρυφὴν τῆς θεότητος ὁμολογεῖ Ath.Al.M.26.1136C.
Greek Monolingual
ἀποκρυφή, η (AM) αποκρύπτω
μσν.
κρύψιμο, απόκρυψη
αρχ.
μέρος κατάλληλο για κρύψιμο.