ἀρρενογονία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A begetting or bearing of male children, Arist.HA585b11.
Greek Monolingual
η (Α ἀρρενογονία) αρρενογόνος
η γέννηση αρσενικών παιδιών.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρενογονία: ἡ мужское потомство Arst.
Full diacritics: ἀρρενογονία | Medium diacritics: ἀρρενογονία | Low diacritics: αρρενογονία | Capitals: ΑΡΡΕΝΟΓΟΝΙΑ |
Transliteration A: arrenogonía | Transliteration B: arrenogonia | Transliteration C: arrenogonia | Beta Code: a)rrenogoni/a |
ἡ, A begetting or bearing of male children, Arist.HA585b11.
η (Α ἀρρενογονία) αρρενογόνος
η γέννηση αρσενικών παιδιών.
ἀρρενογονία: ἡ мужское потомство Arst.