ἄκλοπος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A not guilty of peculation, Cat.Cod.Astr.1.100 (V A. D.). II not furtively concealed, ἄγκιστρον Opp.H.3.532.
German (Pape)
[Seite 74] unverstohlen, unversteckt, ἄγκιστρον Opp. H. 3, 532; – nicht gestohlen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλοπος: -ον, ὁ μὴ κλαπείς, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δελεασμὸν ἢ ἀποπλάνησιν, ὁ αὐτ. ΙΙΙ. ὁ μὴ λάθρᾳ ὑποκεκρυμμένος, ἄγκιστρον, Ὀππ. Ἁλ. 3. 532.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no roba, íntegro, no ladrón Serapio en Cat.Cod.Astr.1.100, Gr.Naz.M.37.1478.
2 que no puede robarse, seguro λόγος ... κτέαρ ἄ. Gr.Naz.M.37.1533, φρένας ἄκλοπος Gr.Naz.M.37.1307.
II no furtivo, no oculto (ἄγκιστρον) γυμνόν τε καὶ ἄκλοπον Opp.H.3.532.
Greek Monolingual
ἄκλοπος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον κλέψει
2. έντιμος, ευθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κλοπος < κλέπτω.