ἄκλοπος

From LSJ
Revision as of 16:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκλοπος Medium diacritics: ἄκλοπος Low diacritics: άκλοπος Capitals: ΑΚΛΟΠΟΣ
Transliteration A: áklopos Transliteration B: aklopos Transliteration C: aklopos Beta Code: a)/klopos

English (LSJ)

ον,    A not guilty of peculation, Cat.Cod.Astr.1.100 (V A. D.).    II not furtively concealed, ἄγκιστρον Opp.H.3.532.

German (Pape)

[Seite 74] unverstohlen, unversteckt, ἄγκιστρον Opp. H. 3, 532; – nicht gestohlen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλοπος: -ον, ὁ μὴ κλαπείς, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δελεασμὸν ἢ ἀποπλάνησιν, ὁ αὐτ. ΙΙΙ. ὁ μὴ λάθρᾳ ὑποκεκρυμμένος, ἄγκιστρον, Ὀππ. Ἁλ. 3. 532.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no roba, íntegro, no ladrón Serapio en Cat.Cod.Astr.1.100, Gr.Naz.M.37.1478.
2 que no puede robarse, seguro λόγος ... κτέαρ ἄ. Gr.Naz.M.37.1533, φρένας ἄκλοπος Gr.Naz.M.37.1307.
II no furtivo, no oculto (ἄγκιστρον) γυμνόν τε καὶ ἄκλοπον Opp.H.3.532.

Greek Monolingual

ἄκλοπος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον κλέψει
2. έντιμος, ευθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κλοπος < κλέπτω.