ἄλητον
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
τό, A meal, Hp.Art.36, Philotim. ap. Orib.4.10.1; ἀ. κριθῆς Aret.CA1.1: pl., Sophr.39; ἀλήτων κἀλφίτων Rhinth.3.
German (Pape)
[Seite 95] τό (ἀλέω), Mehl, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλητον: τό, = ἄλευρον (ὃ πρβλ.), Ἱππ. Ἄρθρ. 802, Ρίνθων παρ᾿ Ἀθην. 500 F.
Spanish (DGE)
-ου, τό
harina Hp.Art.36, Nat.Mul.32, Epid.4.30, θέρμων καὶ ὀρόβων Hp.Mul.2.188, cf. Sophr.38, Rhinth.3, Aret.CA 1.1.18, 1.10.10, 2.5.3, CD 2.5.3.
Greek Monolingual
ἄλητον, το (Α)
αλεύρι, άλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶ (-έω), πιθ. αναλογικά προς τη λ. ἄμητος «θερισμός»].