ἄπαρχος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ὁ, A f.l. for ἔπαρχος, A.Pers.327.
German (Pape)
[Seite 281] ὁ, Heerführer, Aesch. Pers. 319. Einige lesen ἔπαρχος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαρχος: ὁ, ἴδε ἐν λ. ἔπαρχος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ jefe Κιλίκων A.Pers.327, νεῶν A.A.1227.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄπαρχος: ὁ, = ἔπαρχος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
= ἔπαρχος, Aesch.]