Ἀσσύριοι
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
[ῠ], οἱ, A the Assyrians, Hdt.1.193, al.:—Ἀσσυρία, Ion. Ἀσσυρίη (sc. γῆ), ἡ, Assyria, Id.2.17, etc.:—Ἀσσύριος, α, ον, as an Adj., Theoc.2.162, al.; later Ἀσσυρικός, ή, όν, St.Byz., al.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀσσύριοι: οἱ, Ἡρόδ. 1. 192, κ. ἀλλ. - Ἀσσυρία, Ἰων. -ίη (ἐνν. γῆ), ἡ χώρα αὐτῶν, ὁ αὐτ. 2, 17, κτλ.: - Ἀσσύριος, α, ον, ὡς ἐπίθ., Θεόκρ. 2. 162, κ. ἀλλ.· μεταγ. Ἀσσυρικός, ή, όν, Στέφ. Βυζ., κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
Ἀσσύριοι: [ῠ], οἱ, οι Ασσύριοι, σε Ηρόδ.· Ἀσσυρία, Ιων. -ίη (ενν. γῆ), ἡ, η χώρα Ασσυρία, στον ίδ.
Middle Liddell
the Assyrians, Hdt.