ἐλαιόβροχος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ον, A soaked in oil, Clearch.44.
German (Pape)
[Seite 788] mit Oel benetzt, getränkt; Ath. IX, 393 b; Schol. Od. 3, 441.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιόβροχος: -ον, ὁ ἐλαίῳ διάβροχος, «βουτηγμένος εἰς τὸ λάδι», Ἀθήν. 393Β.
Spanish (DGE)
-ον empapado en aceite Clearch.3.