ἐμπάμων
From LSJ
Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (πέπᾱμαι) A = ἐπίκληρος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 810] ον (s. πέπαμαι), im Besitz, wohlhabend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπάμων: -ον, (πέπᾱμαι) ὁ κατέχων, ὁ κληρονόμος, «ἐμπάμονι· πατρούχῳ» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον heredero Hsch.