οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Full diacritics: ἐξώβλητος | Medium diacritics: ἐξώβλητος | Low diacritics: εξώβλητος | Capitals: ΕΞΩΒΛΗΤΟΣ |
Transliteration A: exṓblētos | Transliteration B: exōblētos | Transliteration C: eksovlitos | Beta Code: e)cw/blhtos |
ον, A outcast, Id.
ἐξώβλητος: ὁ, ἐκβεβλημένος ἔξω, «ἐξώβλητον (κατὰ διόρθ. Σαλμασ. ἀντὶ ἐξόβλητον), ἐξόριστον, ἀπόβλητον» Ἡσύχ.
ἐξώβλητος, -ον (Α)
απόβλητος, διωγμένος.