Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
πασα, παν, A = σύμπας, Cret. fem. ἐπίπανσα Schwyzer176.2: pl. ἐπίπαντες ib.198.15 (Crete, ii B.C.), AP12.87 (Strat.).
[Seite 968] ασα, αν, insgesammt, im plur., Inscr.
ἐπίπας, -ασα, -αν (Α) πας
όλος, ολόκληρος, σύμπας.