ἐπίτεγξις

Revision as of 19:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A fomentation, embrocation, Hp.Fract.29.    II moistening, Id.Loc.Hom.17, Gal.10.442 ; moisture, humidity, interpol. in Sor.2.84 (=Aët.16.71).

German (Pape)

[Seite 989] ἡ, Benetzung auf der Oberfläche, Erweichung, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτεγξις: -εως, ἡ ἐπίβρεξις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770.

Greek Monolingual

ἐπίτεγξις, ἡ (Α) επιτέγγω
1. βρέξιμο, μούσκεμα, εμποτισμός με υγρό
2. μαλάκωμα που γίνεται με εμποτισμό
3. υγρή κατάσταση.