συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
ἐπιτέγγω (Α)1. βρέχω, χύνω νερό σε κάτι, μουσκεύω2. νοτίζω, υγραίνω ελαφρά3. μαλακώνω κάτι μουσκεύοντας το4. στάζω, χύνω από πάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέγγω «βρέχω»].