ἐπαινετικός

From LSJ
Revision as of 19:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαινετικός Medium diacritics: ἐπαινετικός Low diacritics: επαινετικός Capitals: ΕΠΑΙΝΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epainetikós Transliteration B: epainetikos Transliteration C: epainetikos Beta Code: e)painetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A given to praising, laudatory, Arist.EN1125a7; λόγος ἐ. Luc.Pr. Im.19. Adv. -κῶς Eust.102.37.

German (Pape)

[Seite 895] ή, όν, zum Loben geneigt, Arist. Eth 4, 8; lobend, λόγος, Luc. pro imagg. 19. – Adv. Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαινετικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν συνήθειαν νὰ ἐπαινῇ, οὐδ’ αὖ ἐπαινετικός ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 31· ἔχων ἔπαινον, ἐγκωμιαστικός, τῶν ἐπαινετικῶν τούτων λόγων Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 19. ― Ἐπίρρ. ἐπαινετικῶς Εὐστ. 102. 37.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concene l’éloge, laudatif.
Étymologie: ἐπαινέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπαινετικός, -ή, -όν)
1. αυτός που γίνεται για έπαινο
2. αυτός που συνηθίζει να επαινεί, εγκωμιαστικός («επαινετικά λόγια»).

Russian (Dvoretsky)

ἐπαινετικός:
1) склонный к восхвалению (οὐκ ἐ. οὐδὲ κακολόγος Arst.);
2) хвалебный, похвальный (λόγος Luc.).