ἐπιγογγύζω
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
A murmur at, Hsch. s.v. ἐπιτρύζουσιν.
German (Pape)
[Seite 933] dabei murren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγογγύζω: γογγύζω διά τι, Κλήμ. Ἀποστ. Διαταγ. 3. 19, Γενεσ. 71, 7, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπιτρύζουσιν.
Greek Monolingual
ἐπιγογγύζω (AM)
γογγύζω, μουρμουρίζω για κάτι.