ἐπιγογγύζω
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
murmur at, Hsch. s.v. ἐπιτρύζουσιν.
German (Pape)
[Seite 933] dabei murren, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγογγύζω: γογγύζω διά τι, Κλήμ. Ἀποστ. Διαταγ. 3. 19, Γενεσ. 71, 7, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπιτρύζουσιν.
Greek Monolingual
ἐπιγογγύζω (AM)
γογγύζω, μουρμουρίζω για κάτι.