ἐπιπρόσωπος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A with a face represented on it, φιάλη Annuario 4/5.463 (Halic., iii B.C.).
Greek Monolingual
ἐπιπρόσωπος, -ον (Α)
επιγρ. αυτός που φέρει στην επιφάνειά του την εικόνα ενός προσώπου.
Full diacritics: ἐπιπρόσωπος | Medium diacritics: ἐπιπρόσωπος | Low diacritics: επιπρόσωπος | Capitals: ΕΠΙΠΡΟΣΩΠΟΣ |
Transliteration A: epiprósōpos | Transliteration B: epiprosōpos | Transliteration C: epiprosopos | Beta Code: e)pipro/swpos |
ον, A with a face represented on it, φιάλη Annuario 4/5.463 (Halic., iii B.C.).
ἐπιπρόσωπος, -ον (Α)
επιγρ. αυτός που φέρει στην επιφάνειά του την εικόνα ενός προσώπου.