ἐπιμάζιος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ον, μαζός) A = ἐπιμαστίδιος, AP9.548 (Bianor), 5.275.5 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 959] = ἐπιμάστιος; Bian. 15 (IX, 548); Agath. 5 (V, 276).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμάζιος: -ον, (μαζὸς) = ἐπιμαστίδιος, Ἀνθ. Π. 5. 276., 9. 548.
Greek Monolingual
ἐπιμάζιος, -ον (Α)
επιμαστίδιος.
Greek Monotonic
ἐπιμάζιος: -ον (μαζός), = ἐπιμαστίδιος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμάζιος: Anth. = ἐπιμαστίδιος.
Middle Liddell
ἐπι-μάζιος, ον μαζός = ἐπιμαστίδιος, Anth.]