ἐπισίτισις
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
English (LSJ)
εως, ἡ, = sq. 2, A δέκα ἡμερῶν D.S.20.73:—also ἐπισῑτ-ισμα, ατος, τό, Polyaen.3.10.11.
German (Pape)
[Seite 978] ἡ, = ἐπισιτισμός, D. Sic. 20, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισίτῐσις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Διόδ. 20. 73: - ὡσαύτως, ἐπισίτισμα, τό, Πολύαιν. 3. 10, 11.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισίτῐσις: εως ἡ Diod. = ἐπισιτισμός.