ἑξάστιχος
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ον, A of six lines, σχῆμα Sch.D.T.p.191H.
German (Pape)
[Seite 873] aus sechs Reihen, Versen bestehend, B. A. 786, 20.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξάστιχος, -ον)
(για γραπτό κείμενο) αυτός που αποτελείται από έξι στίχους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εξάστιχο
στροφή που αποτελείται από έξι στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + στίχος.