ἡλιοθαλπής
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ές, A warmed by the sun, gloss on ἐλαθερής, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1162] ές, von der Sonne erwärmt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοθαλπής: -ές, θερμαινόμενος ἢ θερμανθεὶς ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Ἡσυχ.
Greek Monolingual
ἡλιοθαλπής, -ές (Α)
αυτός που θερμαίνεται από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιο- + -θαλπης (< θάλπος), πρβλ. δυσ-θαλπής, πυρι-θαλπής].