ἡλιοπλήξ
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Full diacritics: ἡλιοπλήξ | Medium diacritics: ἡλιοπλήξ | Low diacritics: ηλιοπλήξ | Capitals: ΗΛΙΟΠΛΗΞ |
Transliteration A: hēlioplḗx | Transliteration B: hēlioplēx | Transliteration C: iliopliks | Beta Code: h(lioplh/c |
πλῆγος, ὁ, ἡ, A sunburnt, Call.Iamb.1.219.
ἡλιοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
ο Ηλιοκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -πληξ (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. αλι-πλήξ, αστρο-πλήξ].