ἤμων
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
A v. ἀμάω (A).
Greek (Liddell-Scott)
ἤμων: ἴδε ἐν λ. ἀμάω.
French (Bailly abrégé)
impf. de ἀμάω.
Greek Monolingual
ἥμων, ο (Α)
στον πληθ. οἱ ἥμονες
ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ (του ἵημι, πρβλ. ἦκα, αόρ. του ἵημι) + -μων].
Greek Monotonic
ἤμων: παρατ. του ἀμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἤμων: impf. к ἀμάω.