ἰοσάκχαρ
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
[ῐ], τό, A sugar of violets, Ruf.Fr.80.
Greek Monolingual
ἰοσάκχαρ, τὸ (Α)
σάκχαρο από ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + σάκχαρ, -αρος].