ἰσοταχής

From LSJ
Revision as of 23:28, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοταχής Medium diacritics: ἰσοταχής Low diacritics: ισοταχής Capitals: ΙΣΟΤΑΧΗΣ
Transliteration A: isotachḗs Transliteration B: isotachēs Transliteration C: isotachis Beta Code: i)sotaxh/s

English (LSJ)

ές,    A possessing equal velocity, Arist.Ph.216a20, al., Plb. 10.44.9, Cleom.2.1, Ph.1.588; ἄτομοι Epicur.Ep.1p.18U., Nat.2.2; πλοῖα Ph.Bel.73.21; τινι Arist.Ph.240a8: generally, equally swift, νίκης κρίσις Epigr.Gr.939.2 (Synnada). Adv. -χῶς Arist.Mech.848a16, Sch.Epicur.Ep.1p.8U.    II uniform in rate, of the pulse, Gal. 8.459, Plb.10.44.13, Str.1.2.17. Adv. -χῶς Gal.9.454.

German (Pape)

[Seite 1267] ές, gleich schnell, Pol. 10, 44, 9 u. a. Sp.; auch adv., Pol. 34, 4, 6 Plut. adv. Stoic. 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτᾰχής: -ές, ἐξ ἴσου ταχύς, Ἀριστ. Φυσ. 4. 8, 15., 7. 4, 9, κ. ἀλλ.· τινι αὐτόθι, 6. 9, 6. ― Ἐπίρρ. -χῶς, ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. προοιμ. 10, Πολύβ. 34. 4, 6, Στράβ. 25.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοταχής, -ές)
1. αυτός που έχει ίση ταχύτητα με κάποιον άλλο
2. αυτός που διατηρεί σταθερή ταχύτητα
αρχ.
(για σφυγμούς) κανονικός.
επίρρ...
ισοταχώςἰσοταχῶς)
με ίση ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ομοιο-ταχής, ομο-ταχής].

Russian (Dvoretsky)

ἰσοτᾰχής: обладающий равной скоростью, одинаково быстрый (ἀλλοιώσεις Arst.; τὰ κινούμενα Sext.).