ἱππάνθρωπος
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ὁ, A centaur, Gal.UP3.1, Eust.1909.53.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, ein Roßmensch, Kentaur, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππάνθρωπος: ὁ, κένταυρος, Εὐστ. 1909. 53.
Greek Monolingual
ἱππάνθρωπος, ό (ΑΜ)
ο κένταυρος.