ἱματηγός

From LSJ
Revision as of 23:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμᾰτηγός Medium diacritics: ἱματηγός Low diacritics: ιματηγός Capitals: ΙΜΑΤΗΓΟΣ
Transliteration A: himatēgós Transliteration B: himatēgos Transliteration C: imatigos Beta Code: i(mathgo/s

English (LSJ)

όν,    A loaded with apparel, ναῦς Thphr.Lap. 68.

German (Pape)

[Seite 1252] Kleider führend, ναῦς Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτηγός: -όν, ὁ φέρων, μεταφέρων ἱμάτια, ναῦς Θεόφρ. π. Λίθ. 68.

Greek Monolingual

ἱματηγός, -όν (Α)
αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + -ηγός (< ἄγω, με λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»), πρβλ. αρχ-ηγός, κυν-ηγός].