ἱπποφορβία
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ἡ, A horse-keeping, Pl.Plt.299d.
German (Pape)
[Seite 1262] ἡ, = ἱπποτροφία, Plat. Polit. 299 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποφορβία: ἡ, = ἱπποτροφία, Πλάτ. Πολιτικ. 299D.
Greek Monolingual
ἱπποφορβία, ἡ (Α) ιπποφορβός
ιπποτροφία.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποφορβία: ἡ кормление лошадей Plat.