ὀνοσκελίς

From LSJ
Revision as of 00:10, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοσκελίς Medium diacritics: ὀνοσκελίς Low diacritics: ονοσκελίς Capitals: ΟΝΟΣΚΕΛΙΣ
Transliteration A: onoskelís Transliteration B: onoskelis Transliteration C: onoskelis Beta Code: o)noskeli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,    A she with the ass's legs (cf. ὀνόκωλος), epith. of the Ἔμπουσα, Sch.Ar.Ec.1048.

German (Pape)

[Seite 350] ίδος, ἡ, die Eselsfüßige, so heißt die Empusa, Schol. Ar. Eccl. 1056. Vgl. auch ὀνοκώλη.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοσκελίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἔχουσα σκέλη ὄνου, ὡς τὸ ὀνόκωλος, ἐπίθ. τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1048· αἰτ. ὀνόσκελιν (προπαροξ.), Ἀριστ. παρὰ Πλουτ. 2. 312Ε.

Greek Monolingual

ὀνοσκελίς, -ίδος, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Εμπούσης) αυτή που έχει σκέλη όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + σκέλος.