ὀρνεώτης
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
English (LSJ)
ου, ὁ, A = ὀρνιθευτής, Poll.7.198.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεώτης: -ου, ὁ, = ὀρνιθευτής, Πολυδ. Ζ΄ 198.
Greek Monolingual
ὀρνεώτης, ὁ (Α)
κυνηγός πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + κατάλ. -ώτης (πρβλ. θιασ-ώτης)].