ὁμόθηλος
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
ον, A = ὁμογάλαξ, Hsch.s.v. ἀγάλακτος.
German (Pape)
[Seite 334] von derselben Mutterbrust genährt, Hesych. v. ἀγάλακτος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόθηλος: -ον, = ὁμογάλαξ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀγάλακτος.
Greek Monolingual
ὁμόθηλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁμογάλαξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θηλή (πρβλ. νεό-θηλος)].