ὑδροθήκη

From LSJ
Revision as of 08:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροθήκη Medium diacritics: ὑδροθήκη Low diacritics: υδροθήκη Capitals: ΥΔΡΟΘΗΚΗ
Transliteration A: hydrothḗkē Transliteration B: hydrothēkē Transliteration C: ydrothiki Beta Code: u(droqh/kh

English (LSJ)

ἡ,    A reservoir, cistern, Moschio ap.Ath.5.208a.

German (Pape)

[Seite 1173] ἡ, Wasserbehältniß, Ath. V, 208 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροθήκη: ἡ, δεξαμενὴ ὕδατος, «στέρνα», Ἀθήν. 208Α.

Greek Monolingual

η / ὑδροθήκη, ΝΑ
δεξαμενή νερού, στέρνα
νεοελλ.
1. ναυτ. το σύνολο τών δεξαμενών του κύτους τών πλοίων, στις οποίες αποθηκεύεται πόσιμο νερό
2. ζωολ. χονδρό περίδερμα τών αποικιών τών καλυπτοβλαστικών υδροζώων το οποίο καλύπτει τη βάση τών υδράνθων και τα γονοφόρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + θήκη (πρβλ. βιβλιο-θήκη). Ως επιστημ. όρος της Νεοελληνικής η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. hydrotheque].