ὑπεραγόντως

From LSJ
Revision as of 08:25, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερᾰγόντως Medium diacritics: ὑπεραγόντως Low diacritics: υπεραγόντως Capitals: ΥΠΕΡΑΓΟΝΤΩΣ
Transliteration A: hyperagóntōs Transliteration B: hyperagontōs Transliteration C: yperagontos Beta Code: u(perago/ntws

English (LSJ)

Adv.    A exceedingly, LXX 2 Ma.7.20, OGI315.51 (Pessinus, ii B. C.), Hsch. s.v. ἐσχάτως.

German (Pape)

[Seite 1189] adv. part. praes. act. von ὑπεράγω, übermäßig, außerordentlich.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραγόντως: Ἐπίρρ., ὑπερβαλλόντως, καθ’ ὑπερβολήν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ., Ζ΄, 20), Ἡσύχ. ἐν λ. ὑπερφυῶς.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. πάρα πολύ, υπέρμετρα («ὑπεραγόντως θαυμαστές», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεράγων, -οντος, μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπεράγω + επιρρμ. κατάλ. -ως].