ὑποσαρκίδιος

From LSJ
Revision as of 08:55, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσαρκίδιος Medium diacritics: ὑποσαρκίδιος Low diacritics: υποσαρκίδιος Capitals: ΥΠΟΣΑΡΚΙΔΙΟΣ
Transliteration A: hyposarkídios Transliteration B: hyposarkidios Transliteration C: yposarkidios Beta Code: u(posarki/dios

English (LSJ)

[ῐδ], ον,    A under the flesh or skin, Hp.Morb.1.3, v.l. in Acut.(SP.) 52, Dsc.3.45.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσαρκίδιος: [ῐ], -ον, ὁ ὑπὸ τὴν σάρκα, ὑπὸ τὸ δέρμα, Ἱππ. 405. 15., 447. 14.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα ή από την σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. περικνημ-ίδιος)].