ὑποσχόμενος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
A v. ὑπισχνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσχόμενος: ἴδε τὸ ῥῆμα ὑπισχνέομαι· - ὑποσχών, ἴδε τὸ ῥῆμα ὑπέχω. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 519-521.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. ao.2 de ὑπισχνέομαι.
Greek Monotonic
ὑποσχόμενος: μτχ. αορ. βʹ του ὑπισχνέομαι· υποτ. ὑπόσχωμαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσχόμενος: part. aor. 2 к ὑπισχνέομαι.